λεφτά

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Αυτή η σελίδα μπήκε στον κατάλογο των σελίδων που χρειάζονται να μορφοποιηθούν όπως συνηθίζεται στο Βικιλεξικό,
έτσι ώστε να υπάρχει ομοιομορφία με τις υπόλοιπες σελίδες.

Παρακαλούμε βγάλτε αυτή την ετικέτα εάν θεωρείτε ότι η μορφή της σελίδας ταιριάζει με τα στάνταρντ του Βικιλεξικού.

Για μορφοποίηση: Να λημματοποιηθούν οι εκφράσεις. ‑‑Sarri.greek  | 04:47, 25 Μαρτίου 2023 (UTC).


Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική τα λεφτά
      γενική των λεφτών
    αιτιατική τα λεφτά
     κλητική λεφτά
Κατηγορία όπως «βουνό» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

λεφτά < λεπτά < πληθυντικός αριθμός του λεπτό (μικρό νόμισμα) [1][2]

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /leˈfta/
τυπογραφικός συλλαβισμός: λε‐φτά

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

λεφτά ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό, σπάνια στον ενικό (λεφτό)

  1. τα χρήματα
     συνώνυμα: φράγκα
  2. ο πλούτος
    Οι κακές γλώσσες λένε ότι τον παντρεύτηκε για τα λεφτά του.

Συγγενικά[επεξεργασία]

Εκφράσεις[επεξεργασία]

  • βγάζω αέρα λεφτά
  • βγάζω λεφτά: κερδίζω χρήματα
  • (είναι) πολλά τα λεφτά Άρη: λέγεται για να χαρακτηρίσει μια κατάσταση διαφθοράς
  • κλαίω τα λεφτά (λεφτουδάκια) μου: λέγεται όταν θεωρούμε ότι δώσαμε τζάμπα λεφτά
  • τα λεφτά σου ή τη ζωή σου: (κυρίως λόγια έκφραση για) απειλή κλέφτη
  • τα πιάσαμε τα λεφτά μας ή τα βρήκαμε τα λεφτά μας:
  • τζάμπα τα λεφτά
  • τρέχουν τα λεφτά από τα μπατζάκια του: είναι πολύ πλούσιος

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Κλιτικός τύπος ουσιαστικού[επεξεργασία]

λεφτά

Αναφορές[επεξεργασία]

  1. λεφτά - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
  2. λεφτάΧαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών.  (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)