λιθάνθρακας

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο λιθάνθρακας οι λιθάνθρακες
      γενική του λιθάνθρακα των λιθανθράκων
    αιτιατική τον λιθάνθρακα τους λιθάνθρακες
     κλητική λιθάνθρακα λιθάνθρακες
Κατηγορία όπως «φύλακας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
λιθάνθρακας

Ετυμολογία [επεξεργασία]

λιθάνθρακας < λίθος + άνθρακας ((μεταφραστικό δάνειο) γερμανική Steinkohle[1])

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

λιθάνθρακας αρσενικό

Συνώνυμα[επεξεργασία]

Συγγενικά[επεξεργασία]

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]