λόγχη

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η λόγχη οι λόγχες
      γενική της λόγχης των λογχών
    αιτιατική τη λόγχη τις λόγχες
     κλητική λόγχη λόγχες
Κατηγορία όπως «νίκη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

λόγχη < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική λόγχη < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *pleh₂k- (χτυπώ)

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /ˈloŋ.çi/
τυπογραφικός συλλαβισμός: λόγ‐χη
λόγχη δόρατος
λόγχες τουφεκιών

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

λόγχη θηλυκό

  1. (ιστορία, οπλισμός) η μεταλλική αιχμή ενός δόρατος
  2. (συνεκδοχικά) το δόρυ
  3. η ξιφολόγχη του τουφεκιού
  4. (θρησκεία) λειτουργικό σκεύος που παραπέμπει στη λόγχη του σταυρικού μαρτυρίου και με το οποίο ο ιερέας κόβει τον άρτο

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]