μάντρα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η μάντρα οι μάντρες
      γενική της μάντρας των μαντρών
    αιτιατική τη μάντρα τις μάντρες
     κλητική μάντρα μάντρες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία 1[επεξεργασία]

μάντρα < κληρονομημένο από την αρχαία ελληνική μάνδρα που προφερόταν με [nd][1]

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /ˈman.dɾa/
τυπογραφικός συλλαβισμός: μά‐ντρα
μάντρα αυτοκινήτων

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

μάντρα θηλυκό

  1. οικόπεδο, συνήθως περιφραγμένο, που χρησιμοποιείται για τη συγκέντρωση και την πώληση οικοδομικών υλικών, αυτοκινήτων κλπ
  2. (συνεκδοχικά) ο τοίχος που περιβάλλει το οικόπεδο

Άλλες μορφές[επεξεργασία]

Συγγενικά[επεξεργασία]

Σύνθετα[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]


Ετυμολογία 2[επεξεργασία]

μάντρα < (λόγιο δάνειο) αγγλική mantra(Χρειάζεται τεκμηρίωση…) < σανσκριτική मन्त्र (māntra)

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /ˈman.tɾa/

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

μάντρα ουδέτερο άκλιτο (και πληθυντικός μάντρας κατά το αγγλικό mantras)

Μεταφράσεις[επεξεργασία]