μίσθιος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | μίσθιος | η | μίσθια | το | μίσθιο |
γενική | του | μίσθιου | της | μίσθιας | του | μίσθιου |
αιτιατική | τον | μίσθιο | τη | μίσθια | το | μίσθιο |
κλητική | μίσθιε | μίσθια | μίσθιο | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | μίσθιοι | οι | μίσθιες | τα | μίσθια |
γενική | των | μίσθιων | των | μίσθιων | των | μίσθιων |
αιτιατική | τους | μίσθιους | τις | μίσθιες | τα | μίσθια |
κλητική | μίσθιοι | μίσθιες | μίσθια | |||
ομάδα 'ωραίος', Κατηγορία όπως «θαυμάσιος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- μίσθιος < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή μίσθιος (που παίρνει μισθό) < αρχαία ελληνική μισθός
Επίθετο[επεξεργασία]
μίσθιος, -α, -ο
- (λόγιο) που εργάζεται ή πραγματοποιείται λαμβάνοντας μισθό
- ※ Μίσθια δουλειὰ, σωροὶ χαρτιῶν, ἔγνιες μικρὲς, καὶ λύπες
ἄθλιες, μὲ περιμένανε σήμερα καθὼς πάντα.- Κώστας Καρυωτάκης, από το ποίημα Μίσθια δουλειά, σωροί χαρτιών, συλλογή Ελεγεία και Σάτιρες
- ※ Μίσθια δουλειὰ, σωροὶ χαρτιῶν, ἔγνιες μικρὲς, καὶ λύπες
Συνώνυμα[επεξεργασία]
Συγγενικά[επεξεργασία]
- το μίσθιο
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
Πηγές[επεξεργασία]
- Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)
Κατηγορίες:
- Επίθετα που κλίνονται όπως η ομάδα 'ωραίος' (νέα ελληνικά)
- Επίθετα που κλίνονται όπως το 'θαυμάσιος' (νέα ελληνικά)
- Λόγια διαχρονικά δάνεια από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Επίθετα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Λόγιοι όροι (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα ποίησης (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)