μαυροσκούφης

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο μαυροσκούφης οι μαυροσκούφηδες
      γενική του μαυροσκούφη των μαυροσκούφηδων
    αιτιατική τον μαυροσκούφη τους μαυροσκούφηδες
     κλητική μαυροσκούφη μαυροσκούφηδες
Κατηγορία όπως «μανάβης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
Μαυροσκούφης

Ετυμολογία [επεξεργασία]

μαυροσκούφης < μαυρο- + σκούφ(ος) + -ης

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

μαυροσκούφης αρσενικό

  1. (στρατιωτική αργκό) στρατιώτης τεθωρακισμένων
    το αγόρι μου είναι στους μαυροσκούφηδες στον Αυλώνα
    → και δείτε τη λέξη αρματιστής (επίσημο)
  2. (πτηνό) το πτηνό Sylvia atricapilla

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]