μαυροσκούφης
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
μαυροσκούφης αρσενικό
- (στρατιωτική αργκό) στρατιώτης τεθωρακισμένων
- ↪ το αγόρι μου είναι στους μαυροσκούφηδες στον Αυλώνα
- → και δείτε τη λέξη αρματιστής (επίσημο)
- (πτηνό) το πτηνό Sylvia atricapilla
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
μαυροσκούφης
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'μανάβης' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά αρσενικά (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με πρόθημα μαυρο- (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -ης (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Στρατιωτική αργκό (νέα ελληνικά)
- Πτηνά (νέα ελληνικά)
- Ζώα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)