μείωση

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: μύωση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η μείωση οι μειώσεις
      γενική της μείωσης* των μειώσεων
    αιτιατική τη μείωση τις μειώσεις
     κλητική μείωση μειώσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, μειώσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

μείωση < αρχαία ελληνική μείωσις < μειόω < μείων

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

μείωση θηλυκό

  1. η διαδικασία ή το αποτέλεσμα του μειώνω, το να κάνω κάτι μικρότερο ή λιγότερο· το αποτέλεσμα αυτής της ενέργειας.
    Είναι επιτακτική ανάγκη η μείωση των ρύπων από τα οχήματα.
  2. (βιολογία) είδος κυτταρικής διαίρεσης κατά την οποία τα κύτταρα που προκύπτουν έχουν το μισό αριθμό χρωμοσωμάτων από το αρχικό.

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

Συνώνυμα[επεξεργασία]

Αντώνυμα[επεξεργασία]

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]