νοσοκομειακός

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο νοσοκομειακός η νοσοκομειακή το νοσοκομειακό
      γενική του νοσοκομειακού της νοσοκομειακής του νοσοκομειακού
    αιτιατική τον νοσοκομειακό τη νοσοκομειακή το νοσοκομειακό
     κλητική νοσοκομειακέ νοσοκομειακή νοσοκομειακό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι νοσοκομειακοί οι νοσοκομειακές τα νοσοκομειακά
      γενική των νοσοκομειακών των νοσοκομειακών των νοσοκομειακών
    αιτιατική τους νοσοκομειακούς τις νοσοκομειακές τα νοσοκομειακά
     κλητική νοσοκομειακοί νοσοκομειακές νοσοκομειακά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

νοσοκομειακός < νοσοκομείο + -ακός

Επίθετο[επεξεργασία]

νοσοκομειακός, -ή, -ό

  1. που έχει σχέση με το νοσοκομείο, αναφέρεται σ’ αυτό ή ανήκει σ’ αυτό
  2. (ουσιαστικοποιημένο) νοσοκομειακό: ασθενοφόρο

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]