ντροπή
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | ντροπή | οι | ντροπές |
γενική | της | ντροπής | των | ντροπών |
αιτιατική | την | ντροπή | τις | ντροπές |
κλητική | ντροπή | ντροπές | ||
Κατηγορία όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ντροπή < ντρέπομαι < (ελληνιστική κοινή) ἐντρέπομαι < ἐν + τρέπω
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ντροπή θηλυκό
- το αρνητικό συναίσθημα ενοχής που νιώθει κάποιος όταν συνειδητοποιεί ότι έφταιξε σε κάτι
- η πράξη ή το πρόσωπο που επισύρει αυτό το αρνητικό συναίσθημα, το όνειδος
- ο εξευτελισμός μετά από κάποια ήττα/αποτυχία, το όνειδος
- η συστολή που νιώθουν κάποιοι λόγω χαρακτήρα ή σε συγκεκριμένες περιστάσεις
Εκφράσεις[επεξεργασία]
- ντροπή σου!: θα έπρεπε να ντρέπεσαι γι' αυτό που έκανες ή είπες