νυχτερινά
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- νυχτερινά < νυχτεριν(ός) + -ά
Επίρρημα[επεξεργασία]
νυχτερινά
Άλλες μορφές[επεξεργασία]
Συνώνυμα[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
νυχτερινά
→ δείτε τη λέξη νυχτιάτικα |
Κλιτικός τύπος επιθέτου[επεξεργασία]
νυχτερινά
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού, ουδέτερου γένους του νυχτερινός