ξερόψωμο

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το ξερόψωμο τα ξερόψωμα
      γενική του ξερόψωμου των ξερόψωμων
    αιτιατική το ξερόψωμο τα ξερόψωμα
     κλητική ξερόψωμο ξερόψωμα
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ξερόψωμο < ξερό- + -ψωμο • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;  

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

ξερόψωμο ουδέτερο

(γαστρονομία)
  1. το ψωμί που έχει ξεραθεί, που δεν είναι φρέσκο
     συνώνυμα: μπαγιάτικο
  2. το ψωμί που τρώγεται σκέτο, χωρίς συνοδευτικό φαγητό ή προσφάι

Μεταφράσεις[επεξεργασία]