ορθόδοξα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Επίρρημα[επεξεργασία]
ορθόδοξα
- με ορθόδοξο τρόπο
- (χριστιανισμός) με τον τρόπο της Ορθοδοξίας
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ορθόδοξα
|