πέος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: σπέος

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το πέος τα πέη
      γενική του πέους των πεών
    αιτιατική το πέος τα πέη
     κλητική πέος πέη
Κατηγορία όπως «δάσος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
Εικόνα ανδρικού πέους.

Ετυμολογία [επεξεργασία]

πέος < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική πέος

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /ˈpe.os/
τυπογραφικός συλλαβισμός: πέ‐ος

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

πέος ουδέτερο

Σύνθετα[επεξεργασία]

Συνώνυμα[επεξεργασία]

Συνηθισμένες ονομασίες...

Χυδαίες ονομασίες...

και τα... μεγεθυντικά τους...

Ουδέτερες ονομασίες...

Μεταφράσεις[επεξεργασία]



Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική τὸ πέος τὰ πέη - πέε
      γενική τοῦ πέους - πέεος τῶν πεῶν - πεέων
      δοτική τῷ πέει - πέεῐ̈ τοῖς πέεσ(ν)
    αιτιατική τὸ πέος τὰ πέη - πέεα
     κλητική ! πέος πέη - πέεα
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  πέει - πέεε
γεν-δοτ τοῖν  πεοῖν - πεέοιν
3η κλίση, Κατηγορία 'βέλος' όπως «βέλος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

πέος < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *pes-

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

πέος ουδέτερο

Πηγές[επεξεργασία]