παγκάκι

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το παγκάκι τα παγκάκια
      γενική
    αιτιατική το παγκάκι τα παγκάκια
     κλητική παγκάκι παγκάκια
Η κατάληξη του πληθυντικού -ια προφέρεται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «παιδάκι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

παγκάκι < πάγκ(ος) + υποκοριστικό επίθημα -άκι που έχασε την υποκοριστική του σημασία
Παγκάκι σε κήπο.

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

παγκάκι ουδέτερο

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]