παραδίδω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

παραδίδω < μεσαιωνική ελληνική παραδίδω < αρχαία ελληνική παραδίδωμι < παρά + δίδωμι

Ρήμα[επεξεργασία]

παραδίδω (παθητική φωνή: παραδίδομαι)

  1. δίνω κάτι που έχω σε άλλον, το παρέχω, το μεταβιβάζω, το εμπιστεύομαι
  2. δίνω κάποιον που ελέγχω σε άλλους για τα περαιτέρω
  3. διδάσκω
  4. καταδίδω

Άλλες μορφές[επεξεργασία]

Κλίση[επεξεργασία]

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]