ποδαγρός

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ποδαγρός < ποδάγρα

Επίθετο[επεξεργασία]

ποδαγρός,ός,όν

  • λέξη των χριστιανικών χρόνων για τον ποδαγρικό, εκείνος που πάσχει από ποδάγρα