προβολή

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η προβολή οι προβολές
      γενική της προβολής των προβολών
    αιτιατική την προβολή τις προβολές
     κλητική προβολή προβολές
Κατηγορία όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

προβολή < αρχαία ελληνική προβολή < προβάλλω < προ- + βάλλω

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /pɾo.voˈli/

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

προβολή θηλυκό

  1. η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του προβάλλω
     συνώνυμα: εμφάνιση
     αντώνυμα: απόκρυψη, κρύψιμο
  2. (μαθηματικά, γεωμετρία) η απεικόνιση γεωμετρικών σχημάτων πάνω σε μια επιφάνεια
  3. (βάσεις δεδομένων) βλ. συνώνυμο κατακόρυφη επιλογή[1]
    μπορούμε να συνδυάσουμε πράξεις επιλογής και προβολής για να διατυπώσουμε πιο περίπλοκα ερωτήματα.[2]
  4. (πληροφορική, προγραμματισμός) συνώνυμο του απεικόνιση

Συγγενικά[επεξεργασία]

Σύνθετα[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Αναφορές[επεξεργασία]

  1. Μ.Χατζόπουλος, 2009, Το Σχεσιακό Μοντέλο - Σχεσιακή Άλγεβρα, Σχεσιακός Λογισμός, σελ. 39. Προσπέλαση 2020-02-06
  2. Ευαγγελία Πιτουρά, «Το Σχεσιακό Μοντέλο και η Σχεσιακή Άλγεβρα», σελ. 61-62, Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων. Προσπέλαση 2020-02-04