προγραμματισμός

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο προγραμματισμός οι προγραμματισμοί
      γενική του προγραμματισμού των προγραμματισμών
    αιτιατική τον προγραμματισμό τους προγραμματισμούς
     κλητική προγραμματισμέ προγραμματισμοί
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

προγραμματισμός < προγραμματίζω < αρχαία ελληνικήπρόγραμμα < προγράφω

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

προγραμματισμός αρσενικό

  1. καταγραφή και προκαθορισμός μιας σειράς μελλοντικών ενεργειών για επίτευξη αντικειμενικού σκοπού
  2. (προγραμματισμός) η σύνταξη ενός προγράμματος μέσω μιας γλώσσας προγραμματισμού (βλ. και προγραμματισμός υπολογιστών)

Συγγενικά[επεξεργασία]

Πολυλεκτικοί όροι[επεξεργασία]

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]