προσεγγίζω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

προσεγγίζω < ελληνιστική κοινή προσεγγίζω < πρός + αρχαία ελληνική ἐγγίζω < ἐγγύς ((σημασιολογικό δάνειο) γαλλική rapprocher & (σημασιολογικό δάνειο) αγγλική approach)

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /pɾo.seŋˈɟi.zo/

Ρήμα[επεξεργασία]

προσεγγίζω (παθητική φωνή: προσεγγίζομαι)

  1. πλησιάζω κάποιον ή κάτι
     αντώνυμα: απομακρύνομαι
  2. φέρνω κοντά κάποιον ή κάτι με κάποιον άλλο ή κάτι άλλο
     αντώνυμα: απομακρύνω
  3. (μεταφορικά) εξετάζω, μελετώ

Συνώνυμα[επεξεργασία]

Συγγενικά[επεξεργασία]

Κλίση[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]