προχωρώ

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

προχωρώ < αρχαία ελληνική προχωρέω / προχωρῶ ((σημασιολογικό δάνειο) γαλλική avancer[1]

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /pro.xoˈro/
τυπογραφικός συλλαβισμός: προ‐χω‐ρώ

Ρήμα[επεξεργασία]

προχωρώ, πρτ.: προχωρούσα, στ.μέλλ.: θα προχωρήσω, αόρ.: προχώρησα, μτχ.π.π.: προχωρημένος

  1. κινούμαι μπρος τα εμπρός (ή γενικότερα προς κάποια κατεύθυνση)
  2. (+ σε) αρχίζω να κάνω κάτι ή συνεχίζω κάποια ενέργεια ξεκινώντας μια καινούρια φάση
    μετά την υπογραφή της συμφωνίας θα προχωρήσουμε στην υλοποίηση του έργου
     συνώνυμα: προβαίνω

Άλλες μορφές[επεξεργασία]

Συγγενικά[επεξεργασία]

Κλίση[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]