πταρμός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | πταρμός | οι | πταρμοί |
γενική | του | πταρμού | των | πταρμών |
αιτιατική | τον | πταρμό | τους | πταρμούς |
κλητική | πταρμέ | πταρμοί | ||
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- πταρμός < αρχαία ελληνική πταρμός
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
πταρμός αρσενικό
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
πταρμός
|