πυκνότητα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η πυκνότητα οι πυκνότητες
      γενική της πυκνότητας των πυκνοτήτων
    αιτιατική την πυκνότητα τις πυκνότητες
     κλητική πυκνότητα πυκνότητες
Κατηγορία όπως «σάλπιγγα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

πυκνότητα < αρχαία ελληνική πυκνότης < πυκνός + -ότης

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /piˈkno.ti.ta/

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

πυκνότητα θηλυκό

  • (χημεία) η ποσότητα της μάζας ενός υλικού που περιέχεται στη μονάδα του όγκου

Συγγενικά[επεξεργασία]

Συνώνυμα[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]