ραβδί

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το ραβδί τα ραβδιά
      γενική του ραβδιού των ραβδιών
    αιτιατική το ραβδί τα ραβδιά
     κλητική ραβδί ραβδιά
Οι καταλήξεις -ιού, -ιά, -ιών προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «παιδί» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
σκίτσο νεράιδας που κρατά το μαγικό της ραβδί

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ραβδί < λείπει η ετυμολογία

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

ραβδί ουδέτερο

  • μακρύ άκαμπτο αντικείμενο για χρήση με το χέρι

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]