σαμπάνια

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η σαμπάνια οι σαμπάνιες
      γενική της σαμπάνιας
    αιτιατική τη σαμπάνια τις σαμπάνιες
     κλητική σαμπάνια σαμπάνιες
Προφέρεται με συνίζηση στην κατάληξη ως παροξύτονο.
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται.
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

σαμπάνια < (άμεσο δάνειο) γαλλική champagne < Champagne (Καμπανία)

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /samˈpa.ɲa/
τυπογραφικός συλλαβισμός: σα‐μπά‐νια

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

σαμπάνια θηλυκό

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]