σιγανά

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

σιγανά < σιγανός

Επίρρημα[επεξεργασία]

σιγανά

  1. χωρίς να ακούγεται δυνατός ήχος
     συνώνυμα: σιγά

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Κλιτικός τύπος επιθέτου[επεξεργασία]

σιγανά