στενή
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- στενή < ουσιαστικοποιημένο θηλυκό του επιθέτου στενός
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /steˈni/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : στε‐νή
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
στενή θηλυκό
- (αργκό) η φυλακή
- τον χώσανε στη στενή
- έκανε δυο χρόνια στη στενή
- (αργκό) το κρατητήριο
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
στενή
→ δείτε τη λέξη φυλακή |
Κλιτικός τύπος επιθέτου[επεξεργασία]
στενή