στοίχιση

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η στοίχιση οι στοιχίσεις
      γενική της στοίχισης* των στοιχίσεων
    αιτιατική τη στοίχιση τις στοιχίσεις
     κλητική στοίχιση στοιχίσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, στοιχίσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

στοίχιση < στοιχίζω < στοίχος

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

στοίχιση θηλυκό

  1. η τακτοποίηση ανθρώπων ή πραγμάτων σε στοίχους
  2. (τυπογραφία, επεξεργασία κειμένων σε υπολογιστές) η ευθυγράμμιση της άκρης του κειμένου παράλληλα προς το δεξί ή/και το αριστερό περιθώριο της σελίδας
    αριστερή, δεξιά, πλήρης στοίχιση

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]