στριμώχνω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

στριμώχνω < μεσαιωνική ελληνική στρυμώνω < στρύμοξ

Ρήμα[επεξεργασία]

στριμώχνω

  1. βάζω κάτι πάρα πολύ κοντά σε άλλο, συνήθως σε περιορισμένο χώρο
  2. (μεταφορικά) φέρνω κάποιον σε αδιέξοδο ή σε πολύ δύσκολη θέση

Άλλες μορφές[επεξεργασία]

Εκφράσεις[επεξεργασία]

  • στριμώχνω στη γωνία

Συγγενικά[επεξεργασία]

Κλίση[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]