συγγενούς

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: συγγενοῦς

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Κλιτικός τύπος επιθέτου[επεξεργασία]

συγγενούς

  1. γενική ενικού του συγγενής αρσενικό ή θηλυκό
  2. γενική ενικού του συγγενές, ουδέτερο του συγγενής

Κλιτικός τύπος ουσιαστικού[επεξεργασία]

συγγενούς αρσενικό ή θηλυκό