συνένωση

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η συνένωση οι συνενώσεις
      γενική της συνένωσης* των συνενώσεων
    αιτιατική τη συνένωση τις συνενώσεις
     κλητική συνένωση συνενώσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, συνενώσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
Βάσεις δεδομένων, SQL: όλες οι δυνατές περιπτώσεις συνένωσης (join)

Ετυμολογία [επεξεργασία]

συνένωση < ελληνιστική κοινή συνένωσις < σύν + αρχαία ελληνική ἕνωσις

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /siˈne.no.si/

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

συνένωση θηλυκό

  1. η ένωση δύο ή περισσότερων ανεξάρτητων στοιχείων που δημιουργεί ένα νέο οργανικό σύνολο
    το νομοσχέδιο "Καποδίστριας" προέβλεπε τη συνένωση γειτονικών δήμων ή κοινοτήτων σε ενιαίους δήμους
  2. (προγραμματισμός) η πράξη της ένωσης σειραϊκά μίας ή περισσοτέρων σειραϊκών (sequential) δομών δεδομένων (data structures), με πιο γνωστή την ένωση συμβολοσειρών (strings)
  3. (προγραμματισμός) το αποτέλεσμα της προηγούμενης πράξης, που είναι επίσης μιά σειραϊκή δομή δεδομένων
  4. (βάσεις δεδομένων), (στο σχεσιακό μοντέλο) δυαδικός τελεστής (πράξη) της σχεσιακής άλγεβρας, που λαμβάνει σαν τελεστέους δύο σχέσεις (πίνακες) δημιουργώντας μία νέα σχέση που βασίζεται στο καρτεσιανό γινόμενό τους. Στη βιβλιογραφία πολλές φορές αναφέρεται ως συνένωση, η εσωτερική συνένωση.[1]
    Συμβολισμός: p, όπως , όπου και οι σχέσεις προς συνένωση, και η συνθήκη[1]
    Υπώνυμα: καρτεσιανό γινόμενο, εσωτερική συνένωση, εξωτερική συνένωση, αυτοσυνένωση

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Αναφορές[επεξεργασία]

  1. 1,0 1,1 Ευαγγελία Πιτουρά, «Το Σχεσιακό Μοντέλο και η Σχεσιακή Άλγεβρα», σελ. 60 και 68, Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων. Προσπέλαση 2020-02-13