συναρπάζω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

συναρπάζω < αρχαία ελληνική συναρπάζω < συν- + ἁρπάζω

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /si.naɾˈpa.zo/

Ρήμα[επεξεργασία]

συναρπάζω (παθητική φωνή: συναρπάζομαι)

Συνώνυμα[επεξεργασία]

Συγγενικά[επεξεργασία]

Κλίση[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]