συνεκδοχή
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
συνεκδοχή θηλυκό
- η ερμηνεία μιας λέξης με διευρυμένη ή πλατύτερη ερμηνεία από την πραγματική της εκδοχή (ειδικό προς γενικό)
- «ο Έλληνας έχει φιλότιμο» αντί να ειπωθεί «οι Έλληνες έχουν φιλότιμο»
- η ερμηνεία μιας λέξης με στενότερη έννοια από την πραγματική της εκδοχή (γενικό προς ειδικό)
Συγγενικά[επεξεργασία]
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
- συνεκδοχή στη Βικιπαίδεια
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
συνεκδοχή