τανύω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

τανύω < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική τανύω

Ρήμα[επεξεργασία]

τανύω

Συγγενικά[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]



Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

τανύω, ήδη ομηρικό, αρχαιότερος ο τύπος τάνυμαι < θέμα τανυ- < αμάρτυρος τύπος *τανύς (στενόμακρος, λεπτός) < *ταν-Ϝ-, βαθμίδα για την < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *ten- (τεντώνω). Συγγενή: αρχαία ελληνική τείνω, λατινική tenuis [1]

Ρήμα[επεξεργασία]

τανύω

  1. απλώνω, στρώνω (κάτω συνήθως)
  2. τεντώνω, τανύζω
  3. οδηγώ, κατευθύνω
  4. εντείνω, επιτείνω
  5. (παθητικό) → δείτε τάνυμαι τεντώνομαι, εκτείνομαι, εντείνω τις δυνάμεις μου, τρέχω με όλη μου τη δύναμη

Συγγενικά[επεξεργασία]

Σύνθετα[επεξεργασία]

Αναφορές[επεξεργασία]

  1. Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. 

Πηγές[επεξεργασία]