τεχνητός

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο τεχνητός η τεχνητή το τεχνητό
      γενική του τεχνητού της τεχνητής του τεχνητού
    αιτιατική τον τεχνητό την τεχνητή το τεχνητό
     κλητική τεχνητέ τεχνητή τεχνητό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι τεχνητοί οι τεχνητές τα τεχνητά
      γενική των τεχνητών των τεχνητών των τεχνητών
    αιτιατική τους τεχνητούς τις τεχνητές τα τεχνητά
     κλητική τεχνητοί τεχνητές τεχνητά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

τεχνητός < αρχαία ελληνική τεχνητός

Επίθετο[επεξεργασία]

τεχνητός, -ή, -ό

  • που είναι κατασκευασμένος με τεχνικά μέσα και μοιάζει στη λειτουργία με κάτι φυσικό
τεχνητός δορυφόρος
μονάδα τεχνητού νεφρού
τεχνητά νευρικά/νευρωνικά δίκτυα

Πολυλεκτικοί όροι[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]



Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

Επίθετο[επεξεργασία]

τεχνητός, -ή, -όν

  • που είναι κατασκευασμένος με τα μέσα μιας τέχνης, όχι φυσικός
τὸ δὲ τεχνητὸν φῶς μάλιστα μὲν καὶ τοῦτο γίγνεται, λύχνους ἁψάντων ἢ δᾷδας ἢ λαμπάδας ἤ τι τοιοῦτον. (Γαληνός, Τὸ Ἱπποκράτους κατ' ἰητρεῖον βιβλίον και Γαληνοῦ εἰς αὐτό ὑπόμνημα Γ, 18b.678.14)