τζιν
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία 1[επεξεργασία]
- τζιν < (άμεσο δάνειο) αγγλική gin
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
τζιν ουδέτερο άκλιτο
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
- Τζιν (όνομα)
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
τζιν
Ετυμολογία 2[επεξεργασία]
- τζιν < (άμεσο δάνειο) αγγλική jean
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
τζιν ουδέτερο άκλιτο
- βαμβακερό ύφασμα με χαρακτηριστική διαγώνια ύφανση
- παντελόνι από τέτοιο ύφασμα, κυρίως το λεγόμενο και μπλουτζίν
Άλλες γραφές[επεξεργασία]
- τζην (μη απλοποιημένη)
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
τζιν άκλιτο
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
Κατηγορίες:
- Δάνεια από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά άκλιτα ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά άκλιτα (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Ποτά (νέα ελληνικά)
- Επίθετα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)