τραύμα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | τραύμα | τα | τραύματα |
γενική | του | τραύματος | των | τραυμάτων |
αιτιατική | το | τραύμα | τα | τραύματα |
κλητική | τραύμα | τραύματα | ||
Κατηγορία όπως «κύμα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- τραύμα < αρχαία ελληνική τραῦμα
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
τραύμα ουδέτερο
- οποιαδήποτε βλάβη σε ιστό που είναι αποτέλεσμα της επενέργειας μιας εξωτερικής δύναμης (πχ μπορεί να οφείλεται σε πτώση, πρόσκρουση, είσοδο ξένου σώματος κλπ)
- (κατ’ επέκταση) για τον ψυχικό κόσμο
- ψυχικό τραύμα