τρομάζω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

τρομάζω < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική τρομάζω < ελληνιστική κοινή τρομάσσω με βάση το συνοπτικό θέμα τρομαξ-, όπως o αόριστος ετρόμαξα κατά το σχήμα τινάσσω τινάζω-τίναξα [1]

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /tɾoˈma.zo/
τυπογραφικός συλλαβισμός: τρο‐μά‐ζω

Ρήμα[επεξεργασία]

τρομάζω, αόρ.: τρόμαξα, μτχ.π.π.: τρομαγμένος (χωρίς παθητική φωνή)

  1. (αμετάβατο) καταλαμβάνομαι από τρόμο, φοβάμαι
    Τρομάζω, όταν σκέφτομαι ότι μπορεί να συμβεί κάτι κακό
  2. (μεταβατικό) προκαλώ τρόμο σε κάποιον, φοβίζω
    Με τρόμαξε η συμπεριφορά σου!
    → δείτε και τη λέξη τρομοκρατώ
  3. (+ να) δυσκολεύομαι, κάνω μεγάλη προσπάθεια για να πετύχω κάτι
    Τρόμαξε να τα καταφέρει.

Συνώνυμα[επεξεργασία]

για τη σημασία του τρόμου

μερική συνωνυμία:

περιφραστικά

για τη σημασία δυσκολεύομαι

→ και δείτε τη λέξη δυσκολεύω

Συγγενικά[επεξεργασία]

→ και δείτε τη λέξη τρόμος

Κλίση[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Αναφορές[επεξεργασία]

  1. s.v. τρόμος - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. 

Πηγές[επεξεργασία]



Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm)[επεξεργασία]

ζητούμενο λήμμα