τσιμπουκώνω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία el[επεξεργασία]

τσιμπουκώνω < τσιμπούκι + -ώνω

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /t͡si.buˈko.no/

Ρήμα[επεξεργασία]

τσιμπουκώνω

Μεταφράσεις[επεξεργασία]