τυπικός

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο τυπικός η τυπική το τυπικό
      γενική του τυπικού της τυπικής του τυπικού
    αιτιατική τον τυπικό την τυπική το τυπικό
     κλητική τυπικέ τυπική τυπικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι τυπικοί οι τυπικές τα τυπικά
      γενική των τυπικών των τυπικών των τυπικών
    αιτιατική τους τυπικούς τις τυπικές τα τυπικά
     κλητική τυπικοί τυπικές τυπικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

τυπικός < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή τυπικός < αρχαία ελληνική τύπ(ος) + -ικός

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /ti.piˈkos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: τυπ‐πι‐κός

Επίθετο[επεξεργασία]

τυπικός

Πολυλεκτικοί όροι[επεξεργασία]

Συγγενικά[επεξεργασία]

με τυπικ-

→ και δείτε τη λέξη τύπος

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]



Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση)
δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική τυπικός τυπική τὸ τυπικόν
      γενική τοῦ τυπικοῦ τῆς τυπικῆς τοῦ τυπικοῦ
      δοτική τῷ τυπικ τῇ τυπικ τῷ τυπικ
    αιτιατική τὸν τυπικόν τὴν τυπικήν τὸ τυπικόν
     κλητική ! τυπικέ τυπική τυπικόν
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ τυπικοί αἱ τυπικαί τὰ τυπικᾰ́
      γενική τῶν τυπικῶν τῶν τυπικῶν τῶν τυπικῶν
      δοτική τοῖς τυπικοῖς ταῖς τυπικαῖς τοῖς τυπικοῖς
    αιτιατική τοὺς τυπικούς τὰς τυπικᾱ́ς τὰ τυπικᾰ́
     κλητική ! τυπικοί τυπικαί τυπικᾰ́
    δυϊκός  
ονομ-αιτ-κλ τὼ τυπικώ τὼ τυπικᾱ́ τὼ τυπικώ
      γεν-δοτ τοῖν τυπικοῖν τοῖν τυπικαῖν τοῖν τυπικοῖν
2η&1η κλίση, Κατηγορία 'καλός' όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

τυπικός (ελληνιστική κοινή) < αρχαία ελληνική τύπ(ος) + -ικός



Πηγές[επεξεργασία]