υποδομή
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | υποδομή | οι | υποδομές |
γενική | της | υποδομής | των | υποδομών |
αιτιατική | την | υποδομή | τις | υποδομές |
κλητική | υποδομή | υποδομές | ||
Κατηγορία όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- υποδομή < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
υποδομή θηλυκό
- οτιδήποτε αποτελεί τη βάση για την εκτέλεση μιας εργασίας, για τη δημιουργία ενός έργου
- τεχνικός όρος κυρίως της οδοποιίας, η ειδική προεργασία του εδάφους για να δεχτεί το οδόστρωμα
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
υποδομή