υποδομή

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η υποδομή οι υποδομές
      γενική της υποδομής των υποδομών
    αιτιατική την υποδομή τις υποδομές
     κλητική υποδομή υποδομές
Κατηγορία όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

υποδομή < λείπει η ετυμολογία

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

υποδομή θηλυκό

  1. οτιδήποτε αποτελεί τη βάση για την εκτέλεση μιας εργασίας, για τη δημιουργία ενός έργου
  2. τεχνικός όρος κυρίως της οδοποιίας, η ειδική προεργασία του εδάφους για να δεχτεί το οδόστρωμα

Μεταφράσεις[επεξεργασία]