υποχώρηση
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | υποχώρηση | οι | υποχωρήσεις |
γενική | της | υποχώρησης* | των | υποχωρήσεων |
αιτιατική | την | υποχώρηση | τις | υποχωρήσεις |
κλητική | υποχώρηση | υποχωρήσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, υποχωρήσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- υποχώρηση < αρχαία ελληνική ὑποχώρησις (4,5: σημασιολογικό δάνειο από τη γαλλική concession)
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /i.pɔˈxɔ.ɾi.si/
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
υποχώρηση θηλυκό
- η ενέργεια και το αποτέλεσμα του υποχωρώ
- η κίνηση προς τα πίσω
- (στρατιωτικός όρος) οπισθοχώρηση
- η κίνηση προς τα κάτω
- (μεταφορικά) η μείωση των απαιτήσεων, των προσδοκιών ή των αξιώσεων
- (μεταφορικά) ο περιορισμός της έκτασης ή της έντασης
Σύνθετα[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'δύναμη' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Σημασιολογικά δάνεια από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (εσπεράντο)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Στρατιωτικοί όροι (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)