φθορά

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η φθορά οι φθορές
      γενική της φθοράς των φθορών
    αιτιατική τη φθορά τις φθορές
     κλητική φθορά φθορές
Κατηγορία όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

φθορά < αρχαία ελληνική φθορά < φθείρω

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

φθορά θηλυκό

  1. η σταδιακή υλική ζημιά
    • ένας προσεκτικός έλεγχος έδειξε τις φθορές που έχουν υποστεί οι καλωδιώσεις με το πέρασμα του χρόνου
  2. η σταδιακή μείωση της σημασίας ή του κύρους.
    • η φθορά των ηθών στην κοινωνία της αρχαίας Κορίνθου ήταν πολύ μεγάλη
    • η φθορά που υπόκειται κάθε κόμμα όταν είναι στην κυβέρνηση είναι φυσιολογική
    • πολλές φορές, για τη φθορά των συνειδήσεων, χρησιμοποιείται η προπαγάνδα


Σύνθετα[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

φθορά < από το θέμα φθορ- του φθείρω

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

φθορά τῆς φθορᾶς (και ἡ φθορή)

  1. καταστροφή, ερείπωση, θάνατος από λοιμό
    Ἰλίου φθοράς : η καταστροφή του Ιλίου
    τοσοῦτός γε λοιμὸς οὐδὲ φθορὰ οὕτως ἀνθρώπων οὐδαμοῦ ἐμνημονεύετο γενέσθαι : δεν αναφέρεται ποτέ άλλοτε τέτοιος λοιμός και θνησιμότητα
  2. βιασμός, ξελόγιασμα
    δοῦναι δίκας ὑπὲρ τῆς φθορᾶς τῶν παρθένων
  3. αποβολή ή άμβλωση
    φθορά τοῦ ἐμβρύου
  4. ανάμιξη χρωμάτων
    τὰς μίξεις τῶν χρωμάτων οἱ ζωγράφοι φθορὰς ὀνομάζουσι

Συνώνυμα[επεξεργασία]

Συγγενικά[επεξεργασία]