φλαμουριά

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η φλαμουριά οι φλαμουριές
      γενική της φλαμουριάς των φλαμουριών
    αιτιατική τη φλαμουριά τις φλαμουριές
     κλητική φλαμουριά φλαμουριές
Οι καταλήξεις προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
φλαμουριά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

φλαμουριά < φλαμούρ(ι) + -ιά

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /fla.muɾˈʝa/
τυπογραφικός συλλαβισμός: φλα‐μου‐ριά

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

φλαμουριά θηλυκό

Συνώνυμα[επεξεργασία]

Συγγενικά[επεξεργασία]

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]