φτωχός

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο φτωχός η φτωχή
φτωχιά
το φτωχό
      γενική του φτωχού της φτωχής
φτωχιάς
του φτωχού
    αιτιατική τον φτωχό τη φτωχή
φτωχιά
το φτωχό
     κλητική φτωχέ φτωχή
φτωχιά
φτωχό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι φτωχοί οι φτωχές τα φτωχά
      γενική των φτωχών των φτωχών των φτωχών
    αιτιατική τους φτωχούς τις φτωχές τα φτωχά
     κλητική φτωχοί φτωχές φτωχά
Κατηγορία όπως «θηλυκός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

φτωχός < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική φτωχός < πτωχός με ανομοίωση άρθρωσης [pt] > [ft]< (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική πτωχός (ζητιάνος) [1]

Προφορά

ΔΦΑ : /ftoˈxos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: φτω‐χός

Επίθετο

φτωχός, -ή/-ιά, -ό

  1. που βρίσκεται σε πολύ κακή οικονομική κατάσταση, που δε διαθέτει χρήματα ούτε για τα απαραίτητα
  2. που είναι πολύ ταλαιπωρημένος και δυστυχής ή που υστερεί σημαντικά σε κάποιον τομέα, χωρίς αναγκαστικά να βρίσκεται και σε δεινή οικονομική κατάσταση
    Τι να σου κάμει κι αυτός, ο φτωχός, αφού από τότε που έχασε τη γυναίκα του τρέχει και δε φτάνει με τέσσερα παιδιά.
    Μωρέ λεφτά έχει ένα σωρό -στο μυαλό είναι φτωχός!
  3. (θηλυκό, μόνο φτωχή) ευτελής (για αντικείμενα) ή του τσιγγούνικος (για εκδηλώσεις)
    Φτωχή διοργάνωση, βρε παιδί μου. Μέτριος ο μπουφές, δεν είχαν ούτε καν λίγη ζωντανή μουσική και έδιναν την εντύπωση ότι κανείς δε συντόνιζε το παραμικρό.
    δε στέλνεις σε γάμο τόσο φτωχό δώρο

Συνώνυμα

Αντώνυμα

Εκφράσεις

Συγγενικά

με φτωχ-

και

με πτωχ-

και

Μεταφράσεις

Ουσιαστικό

φτωχός αρσενικό

Αναφορές



Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm)

Ετυμολογία

φτωχός < πτωχός με ανομοίωση άρθρωσης [pt] > [ft]< (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική πτωχός (ζητιάνος) [1]

Επίθετο

φτωχός

Παράγωγα

με φτωχ-, φθωχ-

παράλληλοι τύποι με πτωχ- → δείτε τη λέξη πτωχός

Αναφορές

Πηγές