χειρόγραφο

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το χειρόγραφο τα χειρόγραφα
      γενική του χειρογράφου
χειρόγραφου
των χειρογράφων
    αιτιατική το χειρόγραφο τα χειρόγραφα
     κλητική χειρόγραφο χειρόγραφα
Κατηγορία όπως «πρόσωπο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

χειρόγραφο < ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου χειρόγραφος. Δείτε χειρό-, -γραφο

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /çiˈɾo.ɣɾa.fo/
τυπογραφικός συλλαβισμός: χει‐ρό‐γρα‐φο

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

ένα χειρόγραφο

χειρόγραφο ουδέτερο

  1. κείμενο που έχει γραφτεί με το χέρι
  2. πρωτότυπο έγγραφο από το χέρι του συγγραφέα

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Κλιτικός τύπος επιθέτου[επεξεργασία]

χειρόγραφο

  1. (αρσενικό) αιτιατική ενικού του χειρόγραφος
  2. ονομαστική, αιτιατική και κλητική ενικού, ουδέτερου γένους του χειρόγραφος