χειρώνακτας
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- χειρώνακτας < αρχαία ελληνική χειρῶναξ < ἄναξ τῶν χειρῶν
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
χειρώνακτας αρσενικό
- εκείνος που ασχολείται αποκλειστικά με χειρωνακτικές εργασίες, ως εργάτης, οικοδόμος, αχθοφόρος, που κάνει συνήθως κάποια δουλειά βαριά
- (κατ' επέκταση, υποτιμητικά, μη ακριβές) αυτός που δεν κάνει δουλειά γραφείου ή δουλειά που βασίζεται κυρίως ή μόνο στη σκέψη (διανοητική εργασία)
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
χειρώνακτας