χορταριάζω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

χορταριάζω < χορτάρ(ι) + -ιάζω[1]

Ρήμα[επεξεργασία]

χορταριάζω

  1. γεμίζω με χόρτα
  2. (μεταφορικά) με παρατούν, με εγκαταλείπουν απεριποίητο και γεμίζω με αυτοφυή φυτά, με αγριόχορτα, που δεν με καλλιεργούν, ούτε με ξεχορταριάζουν

Συγγενικά[επεξεργασία]

Κλίση[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Αναφορές[επεξεργασία]