ἀκταῖος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική ἀκταῖος ἀκταί
ἀκταῖος
τὸ ἀκταῖον
      γενική τοῦ ἀκταίου τῆς ἀκταίᾱς
ἀκταίου
τοῦ ἀκταίου
      δοτική τῷ ἀκταί τῇ ἀκταί
ἀκταί
τῷ ἀκταί
    αιτιατική τὸν ἀκταῖον τὴν ἀκταίᾱν
ἀκταῖον
τὸ ἀκταῖον
     κλητική ! ἀκταῖε ἀκταί
ἀκταῖε
ἀκταῖον
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ ἀκταῖοι αἱ ἀκταῖαι
ἀκταῖοι
τὰ ἀκταῖ
      γενική τῶν ἀκταίων τῶν ἀκταίων
ἀκταίων
τῶν ἀκταίων
      δοτική τοῖς ἀκταίοις ταῖς ἀκταίαις
ἀκταίοις
τοῖς ἀκταίοις
    αιτιατική τοὺς ἀκταίους τὰς ἀκταίᾱς
ἀκταίους
τὰ ἀκταῖ
     κλητική ! ἀκταῖοι ἀκταῖαι
ἀκταῖοι
ἀκταῖ
    δυϊκός  
ονομ-αιτ-κλ τὼ ἀκταίω τὼ ἀκταί
ἀκταίω
τὼ ἀκταίω
      γεν-δοτ τοῖν ἀκταίοιν τοῖν ἀκταίαιν
ἀκταίοιν
τοῖν ἀκταίοιν
Ο τύπος του θηλυκού σε -ος, λιγότερο συνηθισμένος.
2η&1η κλίση, Κατηγορία 'δίκαιος' όπως «γυναικεῖος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ἀκταῖος < ἀκτή + -αῖος

Επίθετο[επεξεργασία]

ἀκταῖος, -α, -ον

  1. παραλιακός
  2. (ουσιαστικοποιημένο) Ἀκταία / ἀκταία (γῆ):
    1. η παραλία, η ακτή
    2. παλαιά ονομασία της Αττικής

Συγγενικά[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]