ἀπάγω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: απάγω

Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ἀπάγω < ἀπ- + ἄγω

Ρήμα[επεξεργασία]

ἀπάγω

  1. οδηγώ κάτι μακριά, αρπάζω
    ※  8ος αιώνας   Ὅμηρος, Ὀδύσσεια, 18 (σ. Ὀδυσσέως καὶ Ἴρου πυγμή.), στίχ. 278
    αὐτοὶ τοί γ᾽ ἀπάγουσι βόας καὶ ἴφια μῆλα,
    φέρνουν αυτοί δικά τους βόδια, δικά τους πρόβατα παχιά,
    Μετάφραση σε πεζό (2006): Δημήτρης Ν. Μαρωνίτης, @greek‑language.gr
  2. αφαιρώ, μετακινώ
  3. φέρνω πίσω, φέρνω στην πατρίδα
    ※  8ος αιώνας   Ὅμηρος, Ὀδύσσεια, 16 (π. Ἀναγνωρισμὸς Ὀδυσσέως ὑπὸ Τηλεμάχου.), στίχ. 370
    τὸν δ᾽ ἄρα τῆος ἀπήγαγεν οἴκαδε δαίμων.
    κι όμως αυτόν σώο τον έφερε στο σπίτι σίγουρα κάποιος δαίμονας.
    Μετάφραση σε πεζό (2006): Δημήτρης Ν. Μαρωνίτης, @greek‑language.gr
  4. οδηγώ μακριά, αποσύρω
    5ος αιώνας   Ἡρόδοτος, Ἱστορίαι, 2 (Εὐτέρπη), 41.6
    ἐκ ταύτης τῆς πόλιος πλανῶνται πολλοὶ ἄλλοι ἐς ἄλλας πόλις, ἀνορύξαντες δὲ τὰ ὀστέα ἀπάγουσι καὶ θάπτουσι ἐς ἕνα χῶρον πάντες.
    Απ᾽ αυτή την πόλη ξεκινούν πολλοί για τις άλλες πόλεις, και αφού ξεθάψουν τα οστά, τα πηγαίνουν και τα θάβουν όλοι σε ένα χώρο.
    Μετάφραση (1992): Λεωνίδας Ζενάκος Αθήνα:Γκοβόστης @greek‑language.gr
    ※  5ος↑ αιώνας Θουκυδίδης, Ἱστορίαι, 5, 65.3
    ὁ δέ, εἴτε καὶ διὰ τὸ ἐπιβόημα εἴτε καὶ αὐτῷ ἄλλο τι ἢ κατὰ τὸ αὐτὸ δόξαν ἐξαίφνης, πάλιν τὸ στράτευμα κατὰ τάχος πρὶν ξυμμεῖξαι ἀπῆγεν.
    Ο Άγις, είτε εξαιτίας της φωνής αυτής, είτε επειδή ο ίδιος είχε αλλάξει γνώμη, ξαφνικά απέσυρε τον στρατό του προτού αρχίσει συμπλοκή.
    Μετάφραση (1965-1968): Άγγελος Σ. Βλάχος, Αθήνα:Γαλαξίας @greek‑language.gr
    ※  5ος/4ος↑ αιώνας Ξενοφῶν, Οἰκονομικός, 11.18
    ἐπειδὰν δὲ ταῦτα γένηται, ὁ παῖς ἐξαλίσας τὸν ἵππον οἴκαδε ἀπάγει,
    Όταν τελειώσουν αυτές οι ασκήσεις, ο υπηρέτης μου βάζει το άλογο να κυλιστεί πάνω στην άμμο και το οδηγεί στο σπίτι,
    Μετάφραση (2007): Έφη Δημητριάδου-Τουφεξή. Θεσσαλονίκη:Ζήτρος @greek‑language.gr
  5. πληρώνω, καταβάλω χρήματα
  6. απαγάγω
  7. συλλαμβάνω και οδηγώ με τη βία
    ※  5ος/4ος↑ αιώνας Ξενοφῶν, Ἑλληνικά, 5, 2.30
    καὶ ὑμεῖς δὲ οἱ λοχαγοί τε καὶ οἱ μετὰ τούτων τεταγμένοι, ἀνίστασθε, καὶ λαβόντες ἀπαγάγετε τοῦτον ἔνθα εἴρηται.
    Εσείς οι λοχαγοί κι οι βοηθοί τους σηκωθείτε, πιάστε τον κι οδηγήστε τον εκεί που είπαμε
    Μετάφραση (2012, 1η:1966): Ρόδης Ρούφος. Θεσσαλονίκη: Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας @greek‑language.gr
  8. οδηγώ κάποιον μπροστά σε αρμόδιο αξιωματούχο και του απαγγέλω κατηγορία
  9. οδηγώ κάποιον στη φυλακή
    ※  5ος/4ος πκε αιώνας, Λυσίας, Κατὰ Ἐρατοσθένους, 52
    ἐλθὼν μετὰ τῶν συναρχόντων εἰς Σαλαμῖνα καὶ Ἐλευσῖνάδε τριακοσίους τῶν πολιτῶν ἀπήγαγεν εἰς τὸ δεσμωτήριον, καὶ μιᾷ ψήφῳ αὐτῶν ἁπάντων θάνατον κατεψηφίσατο.
    πέρασε με τους συνεργάτες του στη Σαλαμίνα και μετά στην Ελευσίνα και εκεί έκλεισε στη φυλακή τριακόσιους πολίτες και με μια κοινή ψήφο τούς καταδίκασε όλους σε θάνατο.
    Μετάφραση (1977): Νίκος Χουρμουζιάδης @greek‑language.gr
  10. (για συζήτηση) εκτρέπω τη συζήτηση μακριά από το συζητούμενο θέμα, παρεκκλίνω από το κυρίως θέμα
  11. αφαιρώ, αποχωρίζω
  12. κρατάω, φέρω
  13. (αμετάβατο) αποσύρομαι, αποχωρώ, απομακρύνομαι
  14. (για λογική, συλλογισμό) αποδεικνύω έμμεσα
  15. (ελληνιστική σημασία) οδηγώ έναν διαφωνούντα συνομιλητή σε κάποια κατεύθυνση, καταλήγω σε συμπέρασμα με την εις άτοπον απαγωγή
  16. (προστακτική ως επίρρημα ἄπαγε) φύγε, χάσου, ξεκουμπίσου
    ※  5ος/4ος↑ αιώνας Ἀριστοφάνης, Ἱππῆς, στίχ. 1151
    ἄπαγ᾽ ἐς μακαρίαν ἐκποδών.
    Άι στα κομμάτια κι άσε μας ήσυχους!
    Μετάφραση (2005): Ηλίας Σπυρόπουλος, Θεσσαλονίκη: Ζήτρος @greek‑language.gr
  17. (στη μέση φωνή) παίρνω μαζί μου ή για τον εαυτό μου
    5ος αιώνας   Ἡρόδοτος, Ἱστορίαι, 4 (Μελπομένη), 80.5
    καὶ Σιτάλκης μὲν παραλαβὼν τὸν ἀδελφεὸν ἀπήγετο, Σκύλεω δὲ Ὀκταμασάδης αὐτοῦ ταύτῃ ἀπέταμε τὴν κεφαλήν.
    Κι ο Σιτάλκης πήρε τον δικό του αδερφό και τον οδήγησε στη χώρα του, όμως ο Οκταμασάδης έκοψε το κεφάλι του Σκύλη επιτόπου.
    Μετάφραση (1992): Ηλίας Σπυρόπουλος. Αθήνα:Γκοβόστης @greek‑language.gr
    5ος αιώνας   Ἡρόδοτος, Ἱστορίαι, 1 (Κλειώ), 196.4
    ἐκδοῦναι δὲ τὴν ἑωυτοῦ θυγατέρα ὅτεῳ βούλοιτο ἕκαστος οὐκ ἐξῆν οὐδὲ ἄνευ ἐγγυητέω ἀπαγαγέσθαι τὴν παρθένον πριάμενον, ἀλλ᾽ ἐγγυητὰς χρῆν καταστήσαντα ἦ μὲν συνοικήσειν αὐτῇ, οὕτω ἀπάγεσθαι·
    Δεν είχε το δικαίωμα ο κάθε πατέρας να παντρέψει την κόρη του με όποιον αυτός ήθελε· κι εκείνος πάλι που αγόραζε μια κοπέλα, δεν μπορούσε να την πάρει σπίτι του δίχως εγγυητή, αλλά όφειλε να βρει πρώτα εγγυητές πως πράγματι θα την παντρευόταν, και έτσι μονάχα είχε το δικαίωμα να την πάρει σπίτι του.
    Μετάφραση (1964): Δημήτρης Ν. Μαρωνίτης Αθήνα:Γκοβόστης @greek‑language.gr
  18. (στη μέση φωνή) παντρεύομαι
  19. (στην παθητική φωνή) οδηγούμαι (πχ. στη φυλακή, στο θάνατο)
    5ος αιώνας   Ἡρόδοτος, Ἱστορίαι, 2 (Εὐτέρπη), 169.2
    καὶ δὴ τότε συμβαλὼν ἑσσώθη καὶ ζωγρηθεὶς ἀπήχθη ἐς Σάϊν πόλιν, ἐς τὰ ἑωυτοῦ οἰκία πρότερον ἐόντα, τότε δὲ Ἀμάσιος ἤδη βασιλήια.
    Μολοντούτο, νικήθηκε στη μάχη, πιάστηκε αιχμάλωτος και οδηγήθηκε στην πόλη Σάιδα, στα ανάκτορα που άλλοτε ήταν δικά του και τώρα του Άμαση.
    Μετάφραση (1992): Λεωνίδας Ζενάκος Αθήνα:Γκοβόστης @greek‑language.gr

Συγγενικά[επεξεργασία]

→ και δείτε τη λέξη ἄγω

Πηγές[επεξεργασία]