ἀρτύω
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ρήμα[επεξεργασία]
ἀρτύω
- τακτοποιώ, επικονώ, ετοιμάζω, παρασκευάζω, μηχανεύομαι, σχεδιάζω
Συγγενικά[επεξεργασία]
- ἄρτυμα (καρύκευμα, μυρωδικό)
- ἄρτυσις (η προσθήκη καρυκευμάτων)
- ἀρτύνας (τίτλος στην Επίδαυρο, κυβερνήτης)